διαφέντεψη

διαφέντεψη
η (Μ διαυθέντευσις και διαφένδευσις και δεφένδευσις)
προστασία
μσν.
κυριότητα
(«ἔχει δὲ ἄδειαν ἡ τοιαύτη μονή... ὡς βούλεταί τε καὶ δύναται καὶ κατέχει καὶ τὰ ἐν αὐτοῑς βελτιωθησόμενα μετὰ τῆς ὁμοίας ἐξουσίας καὶ διαφενδεύσεως»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”